κουζουλός

κουζουλός
-ή, -ό
1. παράφρονας, μουρλός.
2. κουλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουζουλός — ή, ό (Μ κουζουλός, ή, ό) 1. τρελός, ζουρλός 2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυπριακό τ. κούζα «στάμνα χωρίς χέρι» + κατάλ. ουλός (πρβλ. στρουμπ ουλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. κουλλός… …   Dictionary of Greek

  • κουζουλάδα — η (Μ κουζουλάδα) [κουζουλός] απερισκεψία, τρέλα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • κουζουλαίνω — (Μ κουζουλαίνω) [κουζουλός] κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”